- υποδεσμεύω
- Αὑποδέω*, δένω τα σανδάλια μου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ὑποδεσμεύσατε — ὑποδεσμεύω aor imperat act 2nd pl ὑ̱ποδεσμεύσατε , ὑποδεσμεύω aor ind act 2nd pl ὑποδεσμεύω aor ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεσμεύεται — ὑποδεσμεύω pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑποδεσμεύονται — ὑποδεσμεύω pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)